προγονόπληκτος

προγονόπληκτος
-η, -ο
αυτός που περηφανεύεται πολύ για τους προγόνους του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προγονόπληκτος — η, ο, Ν αυτός που επαίρεται υπερβολικά για τους προγόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. φαντασιό πληχτος] …   Dictionary of Greek

  • προγονολάτρης — ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους προγόνους του 2. ο προγονόπληκτος 3. αυτός που ασκεί τη λατρεία τών προγόνων αποδίδοντάς τους θρησκευτικές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + λάτρης (πρβλ. πατριδο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • προγονοπληξία — η, Μ [προγονόπληκτος] υπερβολική έπαρση για δόξα τών προγόνων, φαινόμενο που προσφέρεται για ιδεολογική και πολιτική εκμετάλλευση, και μπορεί να αποπροσανατολίσει μια κοινωνία και να σταθεί εμπόδιο για την ανάπτυξή της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”